- μετακαινίζω
- μετακαινίζω (ΑM)μεταβάλλω, αλλοιώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + καινίζω (< καινός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεκαίνισεν — μετακαινίζω model anew aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek